αθηναϊκός

αθηναϊκός
-ή, -ό (Α ἀθηναϊκός, -ή, -όν) και αθηναίικος, -η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αθήνα και τους Αθηναίους, ή που προέρχεται από την Αθήνα
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στην Αθηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀθηναϊκὸς παράγεται από το Ἀθῆναι: *Ἀθηναι-ικὸς > Ἀθηναϊκός, με σίγηση τού ι τής διφθόγγου για αποφυγή τής κακοφωνίας, που δημιουργούσαν τα δυο αλλεπάλληλα ι (αι-ι)
(πρβλ. τροχαΐος-τροχαϊκός, ἀρχαῖος-ἀρχαϊκός κ. τ. ό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αθηναϊκός — αθηναϊκός, ή, ό και αθηναίικος, η, ο και αθηνιώτικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αθήνα: Ονομαστές ήταν παλιότερα οι αθηναϊκές καντάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀθηναικός — pertaining to Athena masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθηναϊκός Τύπος — Καθημερινή πρωινή και απογευματινή εφημερίδα που κυκλοφόρησε από τις 21 έως τις 27 Μαρτίου 1925. Την εφημερίδα εξέδωσαν από κοινού οι συνασπισμένοι εναντίον της απεργίας των τυπογράφων, ιδιοκτήτες των αθηναϊκών εφημερίδων …   Dictionary of Greek

  • Ἀθηναικά — Ἀθηναικός pertaining to Athena neut nom/voc/acc pl Ἀθηναικά̱ , Ἀθηναικός pertaining to Athena fem nom/voc/acc dual Ἀθηναικά̱ , Ἀθηναικός pertaining to Athena fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθηναικῶν — Ἀθηναικός pertaining to Athena fem gen pl Ἀθηναικός pertaining to Athena masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθηναικόν — Ἀθηναικός pertaining to Athena masc acc sg Ἀθηναικός pertaining to Athena neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθηναικαῖς — Ἀθηναικός pertaining to Athena fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθηναικαί — Ἀθηναικός pertaining to Athena fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθηναικοῖς — Ἀθηναικός pertaining to Athena masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθηναικοί — Ἀθηναικός pertaining to Athena masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”